στρέγω

στρέγω
(αόρ. εστρεξα) αμετ.
1) соглашаться, давать согласие;

δεν στρέγω — не соглашаться; — возражать;

2) приличествовать, подобать; подходить, годиться;
3) приносить успех; иметь успех

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στρέγω" в других словарях:

  • στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… …   Dictionary of Greek

  • στέργω — και στρέγω έστερξα, στέρχτηκα, ανέχομαι κάτι, το δέχομαι: Δεν έστερξε να γίνει η μοιρασιά με αυτόν τον τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»